Παμφίλι

Παμφίλι
(Pamphili). Ρωμαϊκή οικογένεια ευγενών. Γενάρχες της οικογένειας θεωρούνται ο Ιάκωβος και ο Φραντσέσκο, που έζησαν τον 15o αι. Από την οικογένεια αυτή προέρχεται ο Τζιαμπατίστα, που έγινε πάπας με το όνομα Ινοκέντιος I». Ο Καμήλο Π. μετά τον γάμο του με την Ολυμπία Αλντομπραντίνι (1647), κληρονόμησε τη μεγάλη περιουσία της οικογένειάς της. Η οικογένεια δεν είχε απογόνους από το 1760. Τα πλούτη της κληρονόμησε ο Ντόρια Λάντι, μακρινός συγγενής. Η Ολυμπία Π. παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Παμφίλιο Π. και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκλογή του πάπα Ινοκέντιου I. Είχε φήμη αυταρχικής και φιλόδοξης γυναίκας. Ο πάπας Αλέξανδρος Z», που διαδέχθηκε τον πάπα Ινοκέντιο την εξόρισε από τη Ρώμη. Όταν πέθανε άφησε περιουσία 2 εκατ. χρυσών σκούδων. Προτομή της Ολυμπίας Παμφίλι

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Βαλβασόρι, Γκαμπριέλε — (Gabriele Valvassori, Ρώμη 1683 – 1761). Ιταλός αρχιτέκτονας. Το 1720 η οικογένεια Παμφίλι της Ρώμης τον ονόμασε αρχιτέκτονά της και το 1730 του εμπιστεύτηκε τη μελέτη της πρόσοψης του μεγάρου Ντόρια Παμφίλι στην οδό Βία ντελ Κόρσο. Το… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • επαυλή — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • μουσείο — Η λέξη Μουσείον στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε τέμενος των Μουσών. Σήμερα ονομάζεται μ. ένα ίδρυμα που έχει σκοπό τη συγκέντρωση και τη διατήρηση συλλογών έργων τέχνης, διάφορων αντικειμένων και προϊόντων, συλλογών φυσικής ιστορίας ή ιστορικών… …   Dictionary of Greek

  • νεποτισμός — Όρος ο οποίος αρχικά υποδηλωνε την τάση των Ρωμαίων ποντιφήκων, που εκδηλώθηκε κυρίως κατά την περίοδο της Αναγέννησης, να παραχωρούν εύνοιες στους συγγενείς τους και ιδίως στους ανιψιούς τους (λατινικά nepos=ανιψιός). Αυτό γινόταν ήδη από τους… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • άγρια ζώα — Τα ζώα που ζουν στη φυσική τους ελευθερία, είτε στην ξηρά, είτε στη θάλασσα, είτε στον αέρα. Διαχωρίζονται από τα ήμερα ή οικιακά, που συνυπάρχουν στον άμεσο χώρο των δραστηριοτήτων του ανθρώπου και βρίσκονται συνέχεια κάτω από τη βούλησή του. Η… …   Dictionary of Greek

  • Αλγκάρντι, Αλεσάντρο — (Alessandro Algardi, 1595 – 1654). Γλύπτης και αρχιτέκτονας. Σπούδασε στην Μπολόνια, στη σχολή του Λουντοβίκο Καράτσι, όπου διαπαιδαγωγήθηκε με το πνεύμα του κλασικισμού, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του… …   Dictionary of Greek

  • Ινοκέντιος — I Όνομα δεκατριών παπών της Ρώμης. 1. I. Α’ (; – 417). Πάπας της Ρώμης (401 417). Προσπάθησε να ισχυροποιήσει το κύρος της παπικής εξουσίας και να εξασφαλίσει την αναγνώριση των πρωτείων της. Αφόρισε τους διώκτες του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, παρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”